-
1 ἅψος
ἅψος (ἅπτω), τό, die Verbindung, δεσμοῠ Opp. H. 3, 538; bes. der Glieder, der Gelenke, ἅψεα πάντα λύϑεν, alle Glieder wurden vom Schlafe gelös't, Od. 4, 794. 18, 189. So Ap. Rh. 2, 199 ὀλίγος περὶ ἅψεα ϑυμός. Bei Orph. Arg. 739 scheint es verdorbene Lesart.
-
2 ἅψος
ἅψος, die Verbindung; bes. der Glieder, der Gelenke, ἅψεα πάντα λύϑεν, alle Glieder wurden vom Schlafe gelöst -
3 κλιντήρ
κλιντήρ, ῆρος, ὁ, Lehnstuhl oder Ruhebett; Od. 18, 189 εὗδε δ' ἀνακλινϑεῖσα' λύϑεν δέ οἱ ἅψεα πάντα αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι; Sp., wie Theocr. 2, 86; Luc. Conv. 44; B. A. 272, 19. – Auch νεκροδόκος, die Bahre, Antiphil. 35 (VII, 634).
См. также в других словарях:
κλιντήρ — ο (AM κλιντήρ, ῆρος) το ανάκλιντρο τών αρχαίων («ὧδε δ ἀνακλινθεῑσα, λύθεν δὲ οἰ ἅψεα πάντα, αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. είδος χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με ερεισίνωτο και βραχίονες, πολυθρόνα («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων» … Dictionary of Greek